ακροδώμητος

ακροδώμητος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει επιστεγαστεί με ακρόδωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακροδωμίζω αντί ακροδώμιστος, αναλογικά προς επίθετα που προέρχονται από περισπώμενα ρήματα. Ο τονισμός της λ. στην προπαραλήγουσα προσδίδει στο αρκτικό α- στερητική σημασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακροδωμίζω — ακροδωματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόδωμος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδώμητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”